Ιουδαϊσμός

Ο Ιουδαϊσμός είναι η παραδοσιακή θρησκεία των Εβραίων ανά τον κόσμο με περίπου 15 εκατομμύρια πιστούς το 2006, γεγονός που τον κατατάσσει ως δωδέκατη σε τάξη μεγέθους οργανωμένη τηρούμενη μονοθεϊστική θρησκεία και μία από τις αρχαιότερες θρησκευτικές παραδόσεις που τελούνται στον σύγχρονο κόσμο. Οι αξίες και η ιστορία του εβραϊκού λαού συνιστούν μείζον θεμέλιο των άλλων Αβρααμικών θρησκειών όπως είναι ο Χριστιανισμός, το Ισλάμ, οι Σαμαρίτες και η Πίστη Μπαχάι.
Ο Ιουδαϊσμός σπανίως υπήρξε μονολιθικός στην άσκησή του (αν και ήταν πάντα μονοθεϊστικός ως προς τη θεολογία του) και διαφέρει από πολλές θρησκείες ως προς το γεγονός ότι η κεντρική αυθεντία δεν αποδίδεται σε κάποιο άτομο αλλά μάλλον στις ιερές Γραφές (Τανάκ) και στις μακραίωνες παραδόσεις (Χαλακά). Βέβαια, ο Ιουδαϊσμός σε όλες τις παραλλαγές του παρέμεινε προσδεδεμένος σε έναν αριθμό θρησκευτικών αρχών, η σημαντικότερη εκ των οποίων είναι η πίστη ότι υπάρχει ένας μοναδικός, παντογνώστης, παντοδύναμος, πανάγαθος, υπερβατικός Θεός, יהוה (ΓΧΒΧ), που αποδίδεται στα ελληνικά ως Ιεχωβά ή Γιαχβέ, ο οποίος δημιούργησε το σύμπαν και συνεχίζει να το κυβερνά. Σύμφωνα με την παραδοσιακή εβραϊκή πίστη, ο Θεός που δημιούργησε τον κόσμο, εγκαθίδρυσε μια διαθήκη με τον εβραϊκό λαό, και τού αποκάλυψε τους νόμους Του και τις εντολές Του με τη μορφή της Τορά (συνήθως αναφέρεται και ως "Μωσαϊκός Νόμος").
Η άσκηση του Ιουδαϊσμού είναι αφιερωμένη στη μελέτη της Τορά και την τήρηση των νόμων και των εντολών, έτσι όπως είναι καταχωρημένοι εκεί.
Το θέμα των Εβραϊκών Γραφών είναι η εξιστόρηση της σχέσης των Ισραηλιτών (κλάδου των Εβραίων) με τον Θεό όπως αποτυπώνεται στην ιστορία τους από την αρχή του χρόνου έως την ανέγερση του Δεύτερου Ναού (περ. 350 Π.Κ.Ε./π.Χ.). Η συγκεκριμένη σχέση απεικονίζεται συχνά με όρους διαμάχης, καθώς οι Εβραίοι αγωνίζονται μεταξύ της πίστης τους στον Θεό και της έλξης τους προς άλλους θεούς, κυρίως Εβραίοι όπως ο Αβραάμ, ο Ιακώβ, ο πατέρας όλων των Ισραηλιτών -γνωστός μεταγενέστερα ως Ισραήλ- και ο Μωυσής.
Σύμφωνα με τον Ορθόδοξο Ιουδαϊσμό και τους βαθιά θρησκευόμενους Εβραίους, ο βιβλικός πατριάρχης Αβραάμ ήταν ο πρώτος Εβραίος. Η ραββινική φιλολογία αναφέρει ότι ήταν ο πρώτος από γενεάς του Νώε που αποκήρυξε δημόσια την ειδωλολατρία και κήρυξε τον μονοθεϊσμό. Το αποτέλεσμα ήταν η υπόσχεση του Θεού ότι θα αποκτούσε τέκνα (Γένεση 15:5) και μέσω του "σπέρματός του θα ευλογούνταν όλα τα έθνη της γης" (Γένεση 22:15-18). Πρωτότοκος του Αβραάμ ήταν ο Ισμαήλ και δευτερότοκος ο Ισαάκ, για τον οποίο ο Θεός προσδιόρισε ότι θα συνέχιζε το έργο του Αβραάμ και θα κληρονομούσε τη γη του Ισραήλ -επονομαζόμενη τότε Χαναάν- μετά την εξορία και τη λύτρωσή του. Ο Θεός έστειλε τον πατριάρχη Ιακώβ και τα παιδιά του στην Αίγυπτο, όπου μετά από πολλές γενεές έγιναν σκλάβοι. Τότε ο Θεός έστειλε τον Μωυσή να απελευθερώσει τους Ισραηλίτες από τη δουλεία. Μετά την Έξοδο από την Αίγυπτο, ο Θεός οδήγησε τους Ισραηλίτες στο όρος Σινά όπου τους έδωσε την Τορά, για να καταλήξουν τελικά στη γη του Ισραήλ.
Ο Θεός προσδιόρισε τους απογόνους του Ααρών, αδελφού του Μωυσή ως ιερατική τάξη στην ισραηλιτική κοινότητα. Καταρχήν λάτρευαν σε σκήνωμα (σκηνοπηγία) και μεταγενέστερα οι απόγονοί τους ήταν υπεύθυνοι της λατρείας στον Ναό της Ιερουσαλήμ.
Όταν εγκαταστάθηκαν οι Ισραηλίτες στη γη του Ισραήλ, το σκήνωμα ρίζωσε στην πόλη Σηλώ για περισσότερο από 300 χρόνια, κατά τη διάρκεια των οποίων ο Θεός έστειλε μεγάλους άνδρες και γυναίκες να συνεγείρουν το έθνος εναντίον των εχθρών του, ορισμένοι από τους οποίους στάλθηκαν ως τιμωρία για τις αμαρτίες του εβραϊκού λαού, όπως ο Ιησούς του Ναυή και οι Κριτές. Στο διάβα του χρόνου, το πνευματικό επίπεδο του έθνους έφθινε μέχρι που ο Θεός επέτρεψε στους Φιλισταίους να καταλάβουν το σκήνωμα στην Σηλώ.
Ο λαός του Ισραήλ είπε στον Σαμουήλ τον προφήτη πως είχε φθάσει η στιγμή που χρειάζονταν τη διακυβέρνηση ενός μόνιμου βασιλέα, όπως συνέβαινε και με τα άλλα έθνη, γεγονός που περιγράφεται στα Βιβλία του Σαμουήλ. Ο Σαμουήλ όρισε βασιλέα τον Σαούλ, μεγάλο αλλά πράο άνθρωπο ως Βασιλέα. Όταν ο λαός πίεσε τον Σαούλ να ενεργήσει ενάντια σε μια εντολή που έδωσε μέσω του Σαμουήλ, ο Θεός είπε στον Σαμουήλ να ορίσει ως βασιλέα τον Δαβίδ στη θέση του.
Από τη στιγμή που έγινε Βασιλέας ο Δαβίδ, είπε στον προφήτη Νάθαν ότι επιθυμούσε να οικοδομήσει έναν μόνιμο ναό. Ως ανταπόδοση για τις πράξεις του ο Θεός υποσχέθηκε στον Δαβίδ πως θα επέτρεπε στον γιο του να οικοδομήσει έναν μόνιμο ναό και ότι οι απόγονοί του θα συνέχιζαν τη βασιλική του γραμμή. Ο ίδιος ο Δαβίδ δεν επετράπη να οικοδομήσει τον ναό, εξαιτίας του γεγονότος ότι είχε εμπλακεί σε πολεμικές συρράξεις και συνεπώς δεν ήταν κατάλληλος για την οικοδόμηση του ναού της ειρήνης. Ο γιος του Δαβίδ, ο Σολομών έκτισε τον πρώτο ναό σύμφωνα με τη θέληση του Θεού στην Ιερουσαλήμ, όπως περιγράφεται στα βιβλία των Βασιλέων.
Μετά από τον θάνατο του Σολομώντα, το βασίλειό του διαιρέθηκε σε δύο επι μέρους τμήματα: το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ και το νότιο βασίλειο του Ιούδα. Μετά από αρκετούς αιώνες, εξαιτίας της ειδωλολατρίας, ο Θεός επέτρεψε στην Ασσυρία να κατακτήσει το Ισραήλ και να εξορίσει τον λαό του. Το βασίλειο του Ιούδα, με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ, παρέμεινε υπό την διακυβέρνηση του οίκου του Δαβίδ. Ωστόσο, όπως συνέβη και με τον βορρά, η ειδωλολατρία αυξήθηκε σε τέτοια έκταση, ώστε ο Θεός επέτρεψε στην Βαβυλωνία να κατακτήσει το βασίλειο, να καταστρέψει τον Ναό μετά από 410 χρόνια και να εξορίσει τον λαό με την υπόσχεση της απελευθέρωσης μετά από 70 χρόνια. Αυτά τα γεγονότα καταγράφτηκαν στα βιβλία του Ησαΐα και του Ιερεμία.
Μετά από 70 χρόνια επετράπη στους Ιουδαίους να επιστρέψουν στην πατρίδα τους υπό την καθοδήγηση του Έσδρα. Ο Ναός επανοικοδομήθηκε, όπως καταγράφεται στα βιβλία του Έσδρα και του Νεεμία. Ο Δεύτερος Ναός παρέμεινε άθικτος επί 420 χρόνια, για να καταστραφεί από τον ρωμαίο στρατηγό τότε και κατόπιν αυτοκράτορα Τίτο. Ο ισραηλιτικός ναός παραμένει ερειπωμένος έως ότου εγερθεί ένας απόγονος του Δαβίδ να αποκαταστήσει τη δόξα του Ισραήλ και να ανοικοδομήσει τον Ναό στην Ιερουσαλήμ.
Η Τορά, Γένεση, Έξοδος, Λευιτικό, Αριθμοί, και Δευτερονόμιο, που δόθηκε στο όρος Σινά συνοψίστηκε στα πέντε αυτά βιβλία του Μωυσή (Πεντάτευχος). Μαζί με τα βιβλία των προφητών αποκαλείται Γραπτή Τορά. Οι λεπτομέρειες και η ερμηνεία του νόμου, που ονομάζονται Προφορική Τορά ή προφορικός νόμος στον Ιουδαϊσμό, ήσαν αρχικά άγραφοι. Εξαιτίας, όμως, των διωγμών που υπέστησαν οι Εβραίοι και του κινδύνου απώλειας μνήμης των λεπτομερειών, η ραββινική παράδοση αναφέρει ότι αυτοί οι προφορικοί νόμοι καταγράφηκαν στη Μισνά, το Ταλμούδ και άλλα ιερά βιβλία.
Οι παραδόσεις των πρώιμων εκκλησιών της Αιθιοπίας αναφέρουν ότι ένα μεγάλο τμήμα της χώρας διατηρούσε ως θρησκευτική κληρονομιά στοιχεία του εβραϊκού πολιτισμού και της ιουδαϊκής πίστης. Το πιθανότερο είναι πως ο Ιουδαϊσμός εισήχθη στην Αιθιοπία από τον 8ο αιώνα Π.Κ.Ε. Αν και αυτές οι θεωρήσεις βασίζονται σε λίγες -σχετικά αντιφατικές- υλικές μαρτυρίες, δεν υφίσταται επί του παρόντος άλλη ερμηνεία για την εμφάνισή τους στην αιθιοπική ιστορία, γεγονός που ουσιαστικά αυξάνει την πιθανότητα ισχύος της θεωρίας περί Ιουδαϊκής προγενέστερης εγκατάστασης στην περιοχή.
Η Θεωρία της Ιουδαϊκής Προ-εγκατάστασης αναφέρει ουσιαστικά ότι από τον 8ο-5ο Π.Κ.Ε. αι., υπήρξε εισροή Ιουδαίων οικιστών τόσο από την Αίγυπτο και το Σουδάν βόρεια, όσο και από τη Ν. Αραβία ανατολικά. Είναι αμφισβητούμενος ακόμη ο αριθμός των οικιστών. Το σίγουρο είναι ότι οι έποικοι προηγήθηκαν της έλευσης του Χριστιανισμού. Μαρτυρίες για την παρουσία τους υπάρχουν όχι μόνον σε ιστορικά βιβλία, αλλά σε τέχνεργα που απεικονίζουν αρχαία ιουδαϊκή τελετουργία. Για παράδειγμα ο Ναός στο Γιεχά (Yeha) (επαρχία Τίγκρεϊ), ο οποίος λέγεται ότι οικοδομήθηκε κατά τον 6ο Π.Κ.Ε. αι., θεωρείται αρχιτεκτονικό αντίγραφο άλλων ιουδαϊκών ναών που ανακαλύφθηκαν στο Ισραήλ και την Αίγυπτο Jκατά τη διάρκεια της προβαβυλωνιακής εποχής (πριν το 606 Π.Κ.Ε.). Ένα άλλο παράδειγμα βρίσκεται στις μοναστικές νήσους της λίμνης Τάνα, (βόρειο Γκοτζάμ), όπου βρέθηκαν αρκετοί αρχαϊκοί λίθινοι βωμοί, διαμορφωμένοι κατά το πρότυπο των ιουδαϊκών θυσιαστηρίων πριν από τον 8ο Π.Κ.Ε. αι. Οι εν λόγω βωμοί ανακαλύφθηκαν όχι απλώς σε καλή κατάσταση, αλλά στην πατίνα του λίθου ανιχνεύθηκαν ίχνη αίματος. Η θυσία αίματος σε λίθινο βωμό (θυσιαστήριο) είναι τυπική ένδειξη ενός πολιτισμού που ακολουθούσε πιστά τον Μωσαϊκό Νόμο.
Αν και καταγράφηκε κατά τον πρώιμο μεσαίωνα, η εξωβιβλική παραμυθία της σχέσης του Βασιλέα Σολομώντα και της Μακέδα (Μάγδας) Βασίλισσας του Σαβά και της έλευσης της Κιβωτού της Διαθήκης λαμβάνει χώρα σε εκείνη της εποχή. Σύμφωνα με την αφήγηση, η βασίλισσα Μακέδα -που κυβερνούσε μια μικρή περιοχή της σύγχρονης νότιας Αιθιοπίας- έκανε ένα μακρύ ταξίδι προσκυνήματος στην ιερουσαλήμ, γοητευμένη από τη φημισμένη σοφία του Σολομώντα. Κατά τη διάρκεια της εκεί παραμονής της, ο βασιλέας Σολομών γοητεύτηκε από την ομορφιά και την πίστη της και θεώρησε πως πρέπει να την αποκτήσει. Ένα βράδυ διέταξε τους μαγείρους του να αυξήσουν την ποσότητα του πιπεριού στο δείπνο. Επίσης, ζήτησε από τους υδροχόους του να μη δώσουν σε κανέναν νερό, εκτός και αν το ενέκρινε ο ίδιος και να τοποθετήσουν ένα λαγήνι νερό στα ιδιαίτερα δώματά του. Η βασίλισσα Μακέδα, συνειδητοποιώντας το κόλπο του έπαιξε μαζί του, σκεπτόμενη ότι θα μπορούσε εύκολα να ανταπεξέλθει στη δίψα της. Η αυτοπεποίθησή της όμως αποδείχθηκε δυστυχώς υπέρμετρη. Ανίκανη να τα βγάλει πέρα με την αφυδάτωση, τελικά αναγκάστηκε να ενδώσει στην επιθυμία του και να κοιμηθεί μαζί του για ένα ποτήρι νερό. Καρπός της σχέσης τους ήταν η γέννηση του βασιλέα Μενελίκ Α'. Ο θρύλος αναφέρει επιπλέον ότι στην ηλικία των 25 ο Μενελίκ επέστρεψε στην Ιερουσαλήμ και έκλεψε την Κιβωτό της Διαθήκης.
Αν και ο μονοθεϊσμός και η Τορά είναι θεμελιώδεις παράμετροι του Ραββινικού Ιουδαϊσμού, αρκετοί σχολιαστές της Βίβλου ισχυρίζονται πως ορισμένοι στίχοι της Τορά υπονοούν ότι οι πρώτοι Ισραηλίτες αποδέχονταν την ύπαρξη και άλλων θεών, θεωρώντας τον Θεό τους ως τον μόνο Δημιουργό, και τη λατρεία του υποχρεωτική (ενοθεϊστική άποψη). Με άλλα λόγια η ισραηλιτική θρησκεία του Ιεχωβά που προηγήθηκε του Ραββινικού Ιουδαϊσμού, έτσι όπως καταγράφηκε από τους προφήτες, απαιτούσε μονολατρεία, την λατρεία και την αποκλειστική αφοσίωση στον μόναδικό και "ζηλότυπο" Θεό. Το βιβλικό κείμενο που θεωρείται πυρήνας του Ιουδαϊσμού (περιγράφεται ως Σεμά Ισραέλ, δηλαδή "Άκουσε Ισραήλ", από το Δευτερονόμιο 6:4: "שְׁמַע יִשְׂרָאֵל: יְהוָה אֱלֹהֵינוּ, יְהוָה אֶחָ", δηλαδή, «Άκου, Ισραήλ: Ο Ιεχωβά ο Θεός μας είναι ένας Ιεχωβά»), απεικονίζει τη φανερή απροθυμία αυτού του Θεού να αποδεχθεί τη λατρεία άλλων θεών, εκτός του ιδίου. Όπως ο Ιεχωβά περιγράφεται ως πολεμικός θεός («ο Ιεχωβά των στρατευμάτων», για παράδειγμα στο 1 Σαμουήλ 1:3), η λατρεία θεών της γονιμότητας όπως ο Βάαλ (ή Βααλίμ) υπήρξε ελκυστική για τους Ισραηλίτες αφότου εγκαταστάθηκαν μόνιμα στη γη τους.
Από αυτή την άποψη, οι Εβραίοι κατά την ελληνιστική περίοδο θεώρησαν πως ο Θεός τους ήταν ο μοναδικός Θεός (και συνεπώς Θεός όλων), και ότι το αρχείο της αποκάλυψής Του (η Τορά) περιείχε καθολικές αλήθειες. Τούτη η στάση αντανακλά ιστορικά το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Εθνικών για τον Ιουδαϊσμό (αρκετοί Έλληνες και Ρωμαίοι θεωρούσαν του Εβραίους ως "φιλοσοφικότατο" λαό εξαιτίας της πίστης του σε έναν θεό που δεν απεικονιζόταν εικονογραφικά), και το αυξανόμενο ενδιαφέρον των Εβραίων για την ελληνική φιλοσοφία και την αναζήτησή της για εγκαθίδρυση καθολικών αληθειών που δυνητικά οδηγούσαν στην ιδέα του μονοθεϊσμού, τουλάχιστον υπό την έννοια ότι "όλοι οι θεοί είναι Ένα".
Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, οι Εβραίοι άρχισαν να ταλαντεύονται ανάμεσα στους ισχυρισμούς τους περί μερικισμού (μόνο οι Εβραίοι απαιτείται να τηρούν την Τορά) και ολοκρατίας (η Τορά περιέχει καθολικές αλήθειες). Το υποθετικό αποτέλεσμα είναι ένα σύνολο πίστεων και πρακτικών σχετικών με την ταυτότητα, την ηθική και τις σχέσεις του ανθρώπου με τη φύση και του ανθρώπου με τον Θεό που εξετάζουν σχετίζονται με "διαφορές" -για παράδειγματις διαφορές Εβραίων και μη Εβραίων, τοπικές διαφορές στην πρακτική του Ιουδαϊσμού, διαφορές στα νοήματα κατά την ερμηνεία των κειμένων, προσπάθειες κωδικοποίησης και διατήρησης διαφόρων απόψεων μέσα στα κείμενα και προσπάθεια αποφυγής του δογματισμού ή της διαμόρφωσης δόγματος.
Αντίθετα προς την ορθόδοξη θρησκευτική άποψη για την Εβραϊκή Βίβλο, οι σχολιαστές των βιβλικών κειμένων επίσης προτείνουν την άποψη ότι η Τορά συντίθεται από μια ποικιλία ασυμβίβαστων κειμένων που εκδόθηκαν με τέτοιο τρόπο ώστε να ελκύεται η προσοχή του αναγνώστη σε ποικίλες αφηγήσεις.

Tags: